Βρισκόμαστε στο 1918 και ο πλανήτης, ιδίως η Ευρώπη, προσπαθεί ακόμη να ξεπεράσει το σοκ του «Μεγάλου Πολέμου», όπως ονομάστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πιο φονικός και ανθρωποβόρος, μέχρι εκείνον που ακολούθησε ελάχιστες δεκαετίες αργότερα.
Με τις υποδομές κάθε φύσεως να είναι ουσιαστικά διαλυμένες, απολύτως ασορτί με τις ψυχές των ανθρώπων, ένας νέος, αόρατος εχθρός ξεπροβάλλει και εκμεταλλεύεται το χάος και την φρίκη που άφησαν πίσω τους οι μάχες. Μια μορφή γρίπης απειλεί να αποτελειώσει το έργο των στρατών. Να αφανίσει τον πλανήτη.
Ο ιός της γρίπης ακόμη και σήμερα είναι μια από τα μεγαλύτερες σπαζοκεφαλιές της επιστημονικής κοινότητας. Η ικανότητά του να αλλάζει, να μεταβάλλεται, να προσαρμόζεται και να αντεπιτίθεται τον καθιστά έναν απρόβλεπτο και δυσκολοκατάβλητο αντίπαλο, που αρνείται να παραδοθεί και να πεθάνει. Αντίθετα, σαν μετρ της εξαπάτησης, μεταμφιέζεται σε ένα απλό κρυολόγημα και σκοτώνει όταν βρει την ευκαιρία.
Και η καλύτερη για αυτόν τον δολοφόνο του μικρόκοσμου ήρθε πριν από έναν αιώνα. Το 1918, πριν καλά-καλά φύγει ο καπνός από τα πεδία των μαχών, κάπου στην Ανατολική Ασία έπεφταν οι πρώτοι νεκροί από την γρίπη. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αναφέρθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ευρώπη. Ήταν ένα Άγγλος στρατιώτης που υπηρετούσε σε σύνταγμα που βρισκόταν στην Γαλλία. Όσο ο καιρός περνούσε τόσο μεγάλωνε ο αριθμός των θυμάτων. Και όσο το στράτευμα μετακινούνταν, τόσο εξαπλωνόταν ο ιός, χωρίς ακόμη να γνωρίζει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει…
Η ονομασία «ισπανική γρίπη» αδικεί πολύ τους Ίβηρες, με πολλούς να κάνουν το λάθος να θεωρούν ότι από εκεί ξεκίνησε το κακό. Στην πραγματικότητα «βαφτίστηκε» έτσι, επειδή τα ισπανικά ΜΜΕ ήταν τα μόνα που έσπασαν την συνωμοσία της σιωπής που είχε επιβληθεί στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία αποφάσισαν να αποκρύψουν το γεγονός, φοβούμενοι τον πανικό που θα δημιουργούνταν στους ήδη καταρρακωμένους πολίτες τους.
Το κακό δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας, αφού είναι γνωστό πως σύνορα μόνο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν. Οι ιοί όχι…
Στα τέλη του Ιουλίου καταγράφονται τα πρώτα κρούσματα στη χώρα, αν και από τα δημοσιεύματα της εποχής προκύπτει ότι πολλοί ήταν εκείνοι που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι είχαν να αντιμετωπίσουν. Οι αναφορές και οι υπαινιγμοί για… πλουτισμό των φαρμακοποιών δεν λείπουν. Ούτε οι αντίστοιχες για τους κρεοπώλες ή τους μανάβηδες, που όπως έγραφαν «βρήκαν ευκαιρία να διαφημίσουν την πραμάτεια τους».
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της εφημερίδας «Ωρα», που στα μέσα Ιουνίου έγραφε: «Εάν ακούση κανείς τους συμπολίτες, θα υποθέσει ότι η περίφημος Ισπανική επιδημία ενέσκηψε και εις το Ιοστέφανον Αστυ. Ο κάθε συμπολίτης μόλις αισθανθή υγραινομένους τους ρώθωνάς του από ελαφρόν συνάχι ή του πονέση λίγο το κεφάλι, κολακεύεται να πιστεύει ότι απέκτησε την αξιοπερίεργον αυτή επιδημίαν… Επέπρωτο εν τούτοις εις την αλλοπρόσαλλον εποχή μας να ίδωμεν και αυτό. Επιδημίας της μόδας!»…
Τελικά, η… μόδα φτάνει. Χτυπά την Αθήνα και την περιφέρεια, αλλά το πρώτο «κύμα» δεν είναι τόσο καταστροφικό όσο θα περίμενε κανείς. Αν και αναφέρονται πιο συχνά κρούσματα, δεν επικρατεί ο πανικός μιας πανδημίας, αφού ο αριθμός των θυμάτων κυμαίνεται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα. Όμως αυτή η κατάσταση δεν θα κρατήσει για πάντα. Καθώς το καλοκαίρι φεύγει, η επιδημία μπαίνει σε φάση έξαρσης. Μέχρι τον Οκτώβριο αρχίζει να δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Αυτό του θανάτου.
Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες καταλήγουν στα νοσοκομεία και από εκεί στα νεκροταφεία. Η χώρα, όπως και άλλες πριν από αυτήν, συλλαμβάνεται απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει το κακό. Ο ιός προκαλεί γρίπη και στη συνέχεια έρχεται το τέλος, με τη μορφή οξέος φλεγμονώδους πνευμονικού οιδήματος, αιμορραγικής πνευμονίτιδας ή πνευμονίας με οξύ αιμορραγικό οίδημα. Το κυανό χρώμα στο πρόσωπο, τα χέρια και τον λαιμό των θυμάτων δεν αφήνουν περιθώρια για να μπερδευτεί κανείς πια. Πλέον είναι απολύτως κατανοητό ότι ο δολοφόνος βρίσκεται εντός των τειχών.
Με τα κρούσματα να πληθαίνουν μέρα με την μέρα, οι Αρχές προσπαθούν να αντιδράσουν. Ευτυχώς στην Αθήνα, στην οποία συγκεντρώνεται σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, δεν καταγράφονται πολλοί θάνατοι. Η πρωτεύουσα –για καλή τύχη όλων- δεν έχει μεταλλαχθεί ακόμη στην τερατούπολη που είναι σήμερα. Ένας Θεός ξέρει τι θα είχε συμβεί εάν είχε 5.000.000 κατοίκους να στριμώχνονται σε πολυκατοικίες, δημόσιες υπηρεσίες ή στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Μόνο στις 6 Οκτωβρίου το κοινό αρχίζει να πληροφορείται για τους τρόπους προφύλαξης. Οι οποίοι βέβαια είναι ανάλογοι της εποχής. «Γαργαρισμούς δι’ οξυγονούχου ύδατος και τας αντισηπτικάς εισπνοάς. Πρέπει να αποφεύγουμε τας ψύξεις, την υπερκόπωση και συγκεντρώσεις παντός είδους και να τηρήται η καθαριότης των εσωρούχων και των χεριών», συνιστούν οι γιατροί. Όμως ο κατάλογος των θυμάτων μεγαλώνει. Ο θάνατος αστυνομικών στα Γρεβενά είναι το γεγονός που φέρνει νέα μέτρα.
Σταδιακά αποφασίζεται το κλείσιμο των σχολείων στην πρωτεύουσα αλλά και σε πόλεις τις περιφέρειας. Ειδικά η Δυτική Μακεδονία δοκιμάζεται εντονότερα από τη νέα μάστιγα, ενώ το πέπλο του θανάτου απλώνεται πάνω από την Πάτρα, την Καστοριά, τα Γρεβενά, την Αιτωλοακαρνανία, την Αργολίδα, την Κόρινθο, τον Πύργο, το Ναύπλιο, την Βέροια, την Ζάκυνθο, την Νάξο, την Άρτα, τα Χανιά, τον Βόλο, την Λάρισα… Πλέον στα μέσα Νοεμβρίου δεν υπάρχει στην κυριολεξία περιοχή της πατρίδας που να μην θρηνεί νεκρούς και να μην αγωνιά για την τύχη όσων ζουν με μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια τους.
Μετά τα σχολεία –κι ενώ ήδη βρισκόμαστε στον Νοέμβριο- ακολουθεί το Πανεπιστήμιο, του οποίου η έναρξη των μαθημάτων αναβάλλεται- και στη συνέχεια δίνονται οδηγίες για τα δικαστήρια που διακόπτουν την λειτουργία τους και άλλους δημόσιους χώρους. Καφενεία και θέατρα αδειάζουν. Ο κόσμος προσπαθεί να προφυλαχτεί με όποιον τρόπο νομίζει, ενώ στον Τύπο της εποχής καταγράφονται περιπτώσεις πλουσίων που βγαίνουν στους δρόμους κραδαίνοντας χρήματα τα οποία τάζουν σε όποιον τους υποσχεθεί θεραπεία.
Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες καταστάσεις, οι άνθρωποι βλέπουν την επιδημία ως ένα είδος «θεϊκής τιμωρίας» και αρχίζουν να αμφισβητούν την δυτική ιατρική που μοιάζει ανήμπορη να βάλει τέλος στην συμφορά.
Τότε, όμως, έρχονται τα χαρμόσυνα νέα. Τα μεταφέρει στις 24 Οκτωβρίου στους δημοσιογράφους ο ίδιος ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Σίμος, ο οποίος διαβάζει ενώπιόν τους τηλεγράφημα σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Σέιλερ έχει βρει φάρμακο για την ασθένεια. Τρεις ημέρες αργότερα ξεκινούν οι εμβολιασμοί και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων ακόμη και εντός της επιστημονικής κοινότητας. Η ανθρωπότητα καταφέρνει να βγει ζωντανή από την πανδημία, πληρώνοντας όμως με 50 εκατομμύρια (άλλοι ανεβάζουν αυτό το νούμερο στα 100) το τίμημα της έπαρσης και της αλαζονείας της και περιμένοντας το επόμενο μεγάλο ξέσπασμα που θα απειλήσει την ύπαρξή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου