Αυτή είναι η άχαρη ζωή που χρόνια την περνάω.
Θέλω του χάρου γιατρικό να πάψω να πονάω.
Θέλω του χάρου γιατρικό να πάψω να πονάω.
Χρόνια τώρα τυραννιέμαι
και πικρά παραπονιέμαι». Ρεμπέτικο τραγούδι
και πικρά παραπονιέμαι». Ρεμπέτικο τραγούδι
I).Η κλινική του Μπέσσα στο Μαχαιρά.Ο Μαχαιράς είναι ένα ημιορεινό χωριό με υψόμετρο 150 μέτρα. Το χωριό απέχει δεκάξι χιλιόμετρα από τον Αστακό, την έδρα του νεοσύστατου Δήμου Ξηρομέρου.
Η συλλογική μνήμη συγκρατεί τη λειτουργία μιας κλινικής στο χωριό στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Από την αυγή του αιώνα, ίσως και νωρίτερα, εγκαταστάθηκαν γιατροί στο Μαχαιρά οι οποίοι εξυπηρετούσαν και τα γύρω χωριά. Eίχαν να αντιμετωπίσουν το 1918 την «ισπανική γρίπη» που αποδεκάτισε τον τόπο… Δέκα χρόνια περίπου μετά ο Μαχαιράς διέθετε Kλινική! Το 1929 εγκαταστάθηκε στο χωριό ο ονομαστός γιατρός Γιάννης Μπέσσας. Ήταν από την Παπαδάτου Ξηρομέρου. Παντρεύτηκε τη Μαχαιριώτισσα Ουρανία κόρη του Παναγή(Πάνου) Παπατρέχα.H oικογένεια αυτή ήταν η πιο πλούσια του χωριού, όπως προκύπτει από προφορικές μαρτυρίες.
Εικόνα: Το διώροφο σπίτι που διακρίνεται ήταν του Παναή Παπατρέχα.Κάηκε το 1943.
Ο γιατρός έμεινε στο χωριό μέχρι το 1943.Είχε ειδικότητα ακτινολόγου με μετεκπαίδευση στη Γαλλία. Η κλινική του ιδρύθηκε στο κέντρο του χωριού εκεί στην άκρη της πλατείας που είναι σήμερα η παιδική χαρά.
Αυτό το ιατρικό κέντρο του Μαχαιρά πρόσφερε περίθαλψη όχι μόνο στους ντόπιους αλλά και σε άρρωστους από γειτονικά χωριά. Η κλινική του Μπέσσα διέθετε κι ακτινολογικό μηχάνημα που έπαιρνε ρεύμα από τη γεννήτρια που είχε για το μύλο του ο Τέλιας [Αριστοτέλης] Παπαστάμος κάτω από το σπίτι του. Ο γιατρός είχε ανοιχτή την κλινική του όλη μέρα. Ο ίδιος πήγαινε και στα χωριά για να φροντίσει τους ασθενείς που τον καλούσαν. Χαρακτηρίστηκε από τους χωριανούς ως σπουδαίος γιατρός και ανθρωπιστής. Η προσφορά του ήταν σημαντική για το χωριό και για την ευρύτερη περιοχή.
Eικόνα : Μαχαιράς στις αρχές του 20ου αιώνα
Διακρίνεται αριστερά ελάχιστα η κλινική του Μπέσσα.
Θα παραθέσω απόσπασμα μιας προφορικής μαρτυρίας του υπέργηρου Αλέξανδρου Κυριαζή από τη Μπαμπίνη :
«Στη Μαχαιρά είχε ανοίξει κλινική ο γιατρός Γιάννης Μπέσσας από την Παπαδάτου. Μια φορά είχα πάει στην κλινική του Μπέσσα. Κάποτε με πήγε η μάνα μου εκεί. Γιατί είχα «πρησκάρια». Πρησκάρια λέγανε τότε τις αμυγδαλές οι γριές.[Η λέξη παράγεται από το ρήμα πρήζομαι]. Θυμάμαι ήρθε σπίτι μια γριά να με δει. Με παίρνει με πάει στο φούρνο. «Άνοιξε το στόμα», μου λέει. «Κράτα τον ανοιχτό όση ώρα σε βλέπω». Και έβγαλε μια σουγιά από την τσέπη της και με φοβέριξε: «Μην κουνηθείς κακομοίρ’, θα σε μουνουχίσου!». Ανάσα εγώ. Άλειψε με το δάχτυλο τη στάχτη στο φούρνο και το ’φερνε γύρω γύρω στο στόμα μου με τις στάχτες! Αλλά δε με γιάτρεψε με τα γιατροσόφια. Μετά πήγαμε στη Μαχαιρά, στο Μπέσσα και με γιάτρεψε. Ήταν πολύ καλός γιατρός. Μας έδωσε λίγο κινίνο, πού να το ’βρισκες τότε κι αυτό, ήταν δυσεύρετο… Και αργότερα που βγήκε η πενικιλίνη ήταν τόσο ακριβή, ποιος είχε τότε να την αγοράσει;».
Οι γιατροί της εποχής εκείνης, πρώτο μισό του 20ου αιώνα, εκτός από την επιστημονική γνώση, διέθεταν γενναιότητα και ανθρωπιά! Οι ασθένειες τότε: ελονοσία και κυρίως φυματίωση που μάστιζαν τον τόπο ήταν μεταδοτικές και οι συνθήκες διαβίωσης των φτωχών ανθρώπων ανθυγιεινές… Ένας από αυτούς τους γιατρούς ήταν ο συμπατριώτης μας Γιάννης Μπέσσας.
Τα έξοδα της κλινικής, λέγεται, ότι ξεπερνούσαν τα έσοδα γιατί εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πληρώσουν και ο γιατρός συμμεριζόταν το φτωχό ασθενή του. «Ο ίδιος καταγόταν από οικογένεια νοικοκυραίων της Παπαδάτου και είχε παντρευτεί την κόρη επίσης μεγαλονοικοκύρη από το Μαχαιρά», αναφέρουν οι αφηγητές. Η λέξη «νοικοκύρης» χαρακτηρίζει άνθρωπο με περιουσία και πλούτο.
Ο γιατρός ήταν αριστερός, αγωνιστής με ενεργή δράση στην οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα, όπως διασώζει η συλλογική μνήμη. Ο ιστοριογράφος Γεράσιμος Παπατρέχας αναφέρει ότι ο Μαχαιράς είναι από τα ελάχιστα πρώτα χωριά όχι μόνο του Ξηρομέρου αλλά ολόκληρης της Δυτικής Ελλάδας όπου δημιουργήθηκε αντιστασιακός πυρήνας από τον Ιούνιο του 1941.Και αυτό οφείλεται στην παρουσία και δραστηριότητα του αείμνηστου γιατρού Γ. Μπέσσα. Αυτός μύησε αρκετούς νέους, αλλά και μεσήλικες στο ΕΑΜ.
Στην Α Ιστορική Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ, τον Αύγουστο του 1942, που πραγματοποιήθηκε στο Λιγοβίτσι συμμετείχαν εκπρόσωποι από τη Μπαμπίνη, το Μαχαιρά, την Παπαδάτου, την Κατούνα, τον Αστακό και τον Πρόδρομο. Τα άλλα χωριά δεν είχαν συγκροτήσει ακόμα αντιστασιακές οργανώσεις. Στη Συνδιάσκεψη αυτή που πήραν μέρος αντιπρόσωποι από όλη την Αιτωλοακαρνανία, πάρθηκαν καθοριστικές αποφάσεις για την εξέλιξη του αντιστασιακού κινήματος και την έναρξη του ένοπλου αγώνα.
Ο υπέργηρος Αλέξανδρος Κυριαζής από τη Μπαμπίνη σε προφορική αφήγησή του ανέφερε ότι ο Γ. Μπέσσας συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη που έγινε στο Λιγοβίτσι. Ήταν «ένας αγωνιστής», τόνισε με έμφαση…
Η κλινική του Μπέσσα στα χρόνια της Κατοχής φιλοξένησε και στέγασε ένα θίασο έξι ατόμων από την Αθήνα, που βρέθηκε στο Μαχαιρά αφού πέρασε και από άλλα χωριά. Το χωριό, γνωστό για τη μεγάλη φιλοξενία των ανθρώπων του, δέχτηκε τους ξένους και απόλαυσε τις παραστάσεις που δίνανε στο καφενείο του Μακρυπίδη. Αμφίδρομες είναι οι σχέσεις των ανθρώπων… Ο Μπέσσας για μια ακόμα φορά διέθεσε την κλινική του για να σώσει ανθρώπους. Ανθρώπους που έφυγαν από την Αθήνα για να γλυτώσουν από την πείνα και τη δυστυχία. Μια ακόμα απόδειξη της ανθρωπιάς του…
To 1930 με πρωτοβουλία του Μπέσσα συγκροτήθηκε και η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του Μαχαιρά. Είχε μόνιμο τερματοφύλακα τον Αντώνη Πουλή, διάσημο για τη σβελτάδα του. Αργότερα η ομάδα πήρε το όνομα «Αστραπή». Εκείνη την εποχή μόνο ο Αστακός και η Αμφιλοχία είχαν ποδοσφαιρικές ομάδες. Και η οργάνωση αυτού του αθλητικού σωματείου οφείλεται στο δραστήριο γιατρό του χωριού.
Δε γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους έκλεισε η κλινική Μπέσσα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, Γιαννούλα Κονιώση, σε κουβέντες που κάνανε με άλλες συνομήλικες, να μνημονεύει το γιατρό ως τον καλύτερο που πέρασε από το χωριό! Και να λέει για την ασφάλεια που ένοιωθαν με την κλινική και το γιατρό δίπλα τους…[Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν δίπλα στην κλινική].
Ο υπέργηρος σήμερα Γάκιας Παπατρέχας-Κάνιας αναφέρει : «Μετά τον πόλεμο ο Μπέσσας πήγε εξορία, ήταν αριστερός. Και μετά την εξορία πήγε στην Αθήνα και εκεί σε συνεργασία με άλλους γιατρούς άνοιξε πολυϊατρείο. Το γνωρίζω καλά αυτό, γιατί εκεί χειρουργήθηκε η γυναίκα μου. Με το γιατρό είμαστε κουμπάροι μάλιστα. Είχε βαφτίσει την αδελφούλα μου, την Αιμιλία, που πέθανε 3-4 χρονών από καρκαλέτσι…».
II). Οι αρρώστιες της εποχής: Η ελονοσία και η φυματίωση.
Μάστιγα της περιόδου ήταν η ελονοσία και η φυματίωση. Το μικρόβιο της ελονοσίας μεταδιδόταν από μολυσμένα κουνούπια. Παραθέτω απόσπασμα του Γ.Η. Παπατρέχα:
«Μόλις έμπαινε το φθινόπωρο, το μισό χωριό έρεβε στο στρώμα από την ελονοσία. Καταραμένη αρρώστια, προθάλαμος για τη φυματίωση. Κατακίτρινα πρόσωπα, νέοι άνθρωποι να μην μπορούν να σύρουν τα πόδια τους. Η αδυναμία και φυσικά ο υποσιτισμός οδηγούσαν στο χτικιό και στο θάνατο. Βαρύ πένθος σκέπαζε το σπίτι όταν κάποιο μέλος της οικογένειας προσβαλλόταν από τη φυματίωση. Υπήρχε τρομερή προκατάληψη, φόβος έπιανε τους πάντες. Αφού πολλοί πίστευαν ότι και με τον αέρα ακόμα μεταδίδεται η αρρώστια. Μακριά οι γείτονες, μακριά οι συγγενείς, φανερή προφύλαξη και των οικείων ακόμα του αρρώστου. Τους έφκιαναν λοιπόν μια φρατζάτα μακριά στην εξοχή, τάχα για τον καθαρό αγέρα κι εκεί τους κουβαλούσαν. Έμεναν εκεί απομονωμένοι, όπως οι λεπροί ή χολεριασμένοι. Και μόνο κάποιος δικός τους τους κρατούσε συντροφιά, παίρνοντας όμως κι εκείνος φανερές προφυλάξεις. Οι δύστυχοι πέθαιναν πριν την ώρα τους από κατάθλιψη περισσότερο. Πέθαιναν σχεδόν μοναχοί και καταφρονεμένοι. Αφού και να τους σαβανώσουν ακόμα φοβόταν και ’φέρναν γι’ αυτό την περιβόητη Βάσω από τη Σκουρτού, που είχε πάρει εργολαβικά το σαβάνωμα των φυματικών. Έφταναν να πιστεύουν πολλοί, ότι κάποια μυστηριώδη δύναμη διέθετε, που την προστάτευε. Κακό, πολύ κακό πράγμα ή άγνοια που έδερνε τον κοσμάκη. Πόσα παλικάρια και πόσες πανώριες κοπέλες οδήγησε στον τάφο η προκατάληψη».
Η φυματίωση μάστιζε το Μαχαιρά. Πολλές οικογένειες βυθίστηκαν στο πένθος τότε, όπως η συλλογική μνήμη και οι προφορικές μαρτυρίες διασώζουν.
«Θα σας πω ένα περιστατικό: Ο Δημητράκης Σαμαράς, μικρός αδερφός του Σωτήρη, είχε φυματίωση. Φκιάξανε μια καλύβα με τσίγκια και τον πήγανε πέρα στις Χωραφιές, αν γνωρίζετε. Τότε θυσιάζονταν και ένας από την οικογένεια. Αυτός ήταν η μάνα! Η μάνα του Δημητράκη του πήγαινε φαΐ και τον συντηρούσε μέχρι που πέθανε… Ήταν τραγικό.[…] Με την πενικιλίνη αργότερα σώθηκε ο κόσμος». [Προφορική αφήγηση του Γ. Παπατρέχα-Κάνια,γεν.1929]
Το φάρμακο της εποχής ήταν το κινίνο. Το «κόκκινο κινίνο», λένε υπέργηροι αφηγητές σήμερα. Το κινίνο το παίρνανε οι ασθενείς για όλες τις παθήσεις, αναφέρουν άνθρωποι που βίωσαν αυτές τις τραγικές καταστάσεις. Κινίνο «δια πάσαν νόσον»…
Η υπέργηρη Σοφία Λαϊνά από τον Πρόδρομο μου αφηγήθηκε ότι ο γιατρός Μελεούνης από τη Χρυσοβίτσα, που είχε φαρμακείο και γιατρείο στο χωριό της, έφτιαχνε ο ίδιος φάρμακο για τους αρρώστους. Μετά βγήκε το «ροζ χαπάκι», το κινίνο. Και μετά βγήκε το «κίτρινο χαπάκι», η αντιπυρίνη. Είναι ενδιαφέρουσα η περιγραφή των χαπιών με βάση το χρώμα που κάνουν οι υπέργηροι άνθρωποι. Το κινίνο έσωσε πολύ κόσμο στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
«Είχαμε το Μελεούνη εδώ στο χωριό. Είχε σπίτι και φαρμακείο. Είχε μια μικρή ζυγαρούλα. Σαν αυτήνη λες να’χει ο Θεός να ζυγιάσει τς αμαρτίες μας; Θυμάμαι πο ’λεγανε, ο γιατρός έφκιανε φάρμακα. Με ξυλάκια, με χορτάρια ζύγιζε και έτριβε… Δεν ήτανε φάρμακα Μαρία μ’. Μετά βγήκε το ροζ χαπάκι, τοσοϊά ήτανε κουφετάκι. Το ’δωνανε για ούλα, για ότ’ να πεις έκανε αυτό. Μετά ήτανε η αντιπυρήνη. Ένα κίτρινο, τοσοϊά, σα φακί, λίγο μεγαλύτερο. Σα δηλητήριο, φαρμάκι, δεν καταπίνονταν. Μετά τ’ απαγόρεψαν αυτό, δεν ξέρω γιατί.
Μετά, αυτά τα χρόνια τώρα, βγήκανε φάρμακα και συντηρείται ο κόσμος. Γι’ αυτό φτάνουμε τόσο χρονών τώρα. Να εγώ είμαι 91 χρονών. Μια χωριανιά μας, παντρεμένη στ’ Μπαμπίνη, είναι 96 τώρα. Τότε πέθαινανε νέοι οι ανθρώπ(οι).Ήτανε η ελονοσία. Η φυματίωση, χτικιό το ’λεγαμε. Στο πλεμόνι αυτό. Κόλλαε με το σάλιο. Φόβος μεγάλος. Εμένα ο πατέρας μ’ είχε δυο αδερφάδες και νόσησανε και πέθανανε και οι δυο!
Και τώρα να ήρθε ο κορονοϊός Μαρία μ’ και ματαπεθαίνει ο κόσμος!
Είδες τι γένεται! Εγώ κάθομαι μέσα κι ακούω στην τηλεόραση τι λένε οι επιστήμονες. Τι να προσέχουμε. Βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω αέρα και ήλιο και πάλι μέσα. Ούτε εκκλησία, ούτε τίποτα τώρα. Ανάβω το καντηλάκι μ’ κάθε μέρα και κάνω το σταυρό μ’. Να προσέχετε παιδάκι μ’. Μπας και βρούνε το φάρμακο…» [Προφορική αφήγηση Σοφίας Λαϊνά, ετών 91].
Το «χτικιό», η φυματίωση ξεκλήρισε οικογένειες. Οι άνθρωποι που ήταν εξασθενημένοι από την κούραση, τις κακουχίες, την ελλιπή διατροφή, τις κακές συνθήκες υγιεινής πέθαιναν αβοήθητοι στην αναγκαστική απομόνωσή τους… Υπήρχε και φοβερή άγνοια και έλλειψη ενημέρωσης στους ανθρώπους τότε. Ο καθαρός αέρας, ο ήλιος, η χαλάρωση και η καλή διατροφή βοηθούσαν τον ασθενή…
Ο Μπούμιστος ή Μπούμστος, το βουνό που βρίσκεται στο Ξηρόμερο και έχει υψόμετρο 1.576 μέτρα, παρείχε «αεροθεραπεία» και «ησυχοθεραπεία» στους ασθενείς. Απαραίτητες και οι δυο κατά την εποχή που δεν υπήρχαν αντιβιοτικά. Αυτό το βουνό ήταν σωτήριο …
Η πενικιλίνη ήταν το πρώτο αντιβιοτικό που παρασκευάστηκε. Αποτελεί τομή στον τομέα των αντιβιοτικών. Και το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα χαρακτηρίστηκε ως «εποχή των αντιβιοτικών»!
Eικόνα: Μπούμιστος, το σωτήριο βουνό του Ξηρομέρου…
«Μαρία, τότε δίνανε για φάρμακο το κόκκινο κινίνο. Μετά δίνανε την αντιπυρίνη. Δεν ήταν πολλά φάρμακα όπως τώρα…
Τώρα ο κόσμος έχει ιατρική περίθαλψη, κάνει τις εξετάσεις του, τρέφεται καλά, έχει τα φάρμακά του, αντιμετωπίζει την αρρώστια. Γι’ αυτό ζούμε τόσα χρόνια. Είμαι 90 χρονών εγώ!
Αλλά εμφανίστηκε ο κορονοϊός και δεν ξέρω πού θα πάει η κατάσταση. Εγώ, λόγω ηλικίας, είμαι στην πρώτη γραμμή Μαρία! Εσείς είστε νέοι ακόμα, είστε αλλιώς… Προσέχω, πλένω τα χέρια όπως λένε οι οδηγίες, δε βγαίνω από το σπίτι. Πάω έξω στον κήπο, έχω κάμποσα κλήματα και τα φροντίζω. Και όλη μέρα ακούω ειδήσεις, διαβάζω, ενημερώνομαι.
Πάει κλείσανε τα καφενεία στο χωριό. Χτες πέρασε εδώ η αστυνομία για έλεγχο. Υπάρχει φόβος για την εξάπλωση του ιού. Προχώρησε η επιστήμη, αλλά να τώρα εμφανίστηκε αυτό το κακό. Μου θύμισε τα χρόνια που πέθαινε ο κόσμος από το χτικιό!
Να σου πω και τούτο: μια χρονιά οι δικοί μου από δω είχαν πάει στη Μάνινα με το καραβάνι για το βελανίδι. Πήγα λοιπόν και εγώ. Δε δούλευα, με πρόσεχαν πολύ, ήμουν μικρό παιδί και φιλάσθενο. Όταν γυρίσαμε από εκεί, το ίδιο βράδυ, να έρχεται ο μπάρμπας μου, ο Χρήστος Κυριαζής, αδελφός του πατέρα μου, γιατρός. Ερχότανε από το Αιτωλικό. Με είδε με πήρε αγκαλιά και φωνάζει στη μάνα μου: Φέρε το θερμόμετρο. Μου το βάζει 37 και. Είχα δέκατα. Βγάνει από την τσέπη του ένα μάτσο λεφτά. Να πάρτα της λέει να πάτε το παιδί στο Μπούμστο. Πήγαμε τότε το 1937, για μια βδομάδα. Ήταν Σεπτέμβρης. Έκανε πολύ κρύο εκεί πάνω. Το ’38 και ’39 πήγαμε κανονικά, ξεκαλοκαιριό εκεί. Πήραμε κοντά μας καρβέλια, τα ’κανε η βάβω μου «φρίξες», παξιμάδια, για να περάσουμε. Πήραμε φασόλια, φακές, τέντζερη, φορτώσαμε τα δισάκια στο ζώο, τροφίματα αλλαξίματα και φύγαμε. Ανέβαιναμε από τον κατσικόδρομο της Ζάβ(ι)τσας τότε… Οι άνδρες φκιάνανε τις καλύβες. Αριστερά εκεί είχανε μια στέρνα μάζευαν νερά από τη βροχή και από τα χιόνια. Είχε σαράντα σκαλοπάτια μέσα που ανεβοκατεβαίνανε για να την καθαρίζουν οι άνδρες. Και ρίχνανε και ασβέστη για απολύμανση. Ο καθαρός αέρας μας ωφελούσε. Την καλύβα, το «τσατούρ’», όπως το λέγανε, την έφκιαχναν οι άνδρες με παλούκια και σαΐσματα, έξω στον ήλιο, όχι μέσα στα δένδρα, για να μην τραβάει υγρασία. Κάθε Πέμπτη έρχονταν ένας χασάπης και έσφαζε και παίρναμε φρέσκο κρέας. Οι αγωγιάτες που μας ανέβαζαν πάνω με τα ζώα έπαιρναν, αν θυμάμαι καλά, 50 δραχμές το ζώο. Παραθερισμός στο Μπούμστο. Εκεί που είναι σήμερα τα ραντάρ! Πήγαιναν και Μαχαιριώτες. Λίγοι θυμάμαι. Μπορεί να πήγαιναν και αλλού, δεν ξέρω. Κάποιοι πήγαιναν και στο Περγαντί, ήταν πιο οικονομικά εκεί».[Προφορική αφήγηση του Α. Κυριαζή, ετών 90].
Ένας Μαχαιριώτης επιβεβαιώνει την πληροφορία του Μπαμπινιώτη αφηγητή. Ας τον «ακούσουμε»:
«Μαρία μου, θα σου πω ένα περιστατικό που το θυμάμαι πάντα. Εγώ γεννήθηκα το 1929. Η μάνα μου, θεός σ’χωρέσ’ την, η Σταθούλα, αρρώστησε πολύ. Πρόβλημα στα πνευμόνια, από την κακομοιριά παιδί μου. Η γιαγιά μου, η Μάρθα Σαμαρά, μας πήρε και πήγαμε στο Μπούμστο. Εκεί πήγαιναν οι άρρωστοι τότε. Εκεί εγώ αρρώστησα, ήμουνα χάλια. Είπε η γιαγιά μου, θα πάρω το παιδί να πάω στο χωριό να πεθάνει… Της λέει μια γυναίκα, κάτσε εδώ. Άμα πεθάνει, ανοίγεις ένα λάκκο και το χώνεις εδώ. Να γλυτώσει η μάνα! Εγώ όμως επέζησα. Ήρθαμε στο Μαχαιρά μια χαρά. Όσες μανάδες γέννησαν εκείνη τη χρονιά από όλες βύζαξα!
Όσες γαϊδούρες γέννησαν τότε ήπια γαϊδουρόγαλο! Είδες πόσο ακριβό είναι τώρα; Όσες τσιγγάνες πέρασαν από το χωριό όλες με βύζαξαν! Δεν έπρεπε να θηλάζω στη μάνα μου που ήταν άρρωστη… Έτσι μου ’λεγε η γιαγιά μου όταν μεγάλωσα. Ήταν πολύ καλή η γιαγιά. Τι μου θύμισες Μαρία μου…
Μαύρη ζωή που κάν
αμε, εμείς οι μαύροι… Αυτό να γράψεις στο έργο σου!»
[Προφορική αφήγηση του Γ. Παπατρέχα-Κάνια, στη Μ. Αγγέλη].
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν αυτές τις φοβερές ασθένειες. Οι γιατροί με επιστημονικότητα και ηρωισμό αντιμετώπιζαν τις επιδημίες. Ένα παράδειγμα ο Ξηρομερίτης γιατρός Γ. Μπέσσας. Η επιστήμη βρήκε τα κατάλληλα αντιβιοτικά και κατάφερε να νικήσει τις αρρώστιες!
Σήμερα, Μάρτης του 2020, ένας απρόβλεπτος ιος, ο κορονοϊός, πιο απειλητικός από κάθε προηγούμενο, απλώθηκε στην υφήλιο και σκόρπισε φόβο στην ανθρωπότητα. Η φυματίωση χαρακτηρίστηκε ως «η νόσος των φτωχών». Ο κορονοϊός χαρακτηρίζεται ως «η νόσος των πλουσίων». Οι γιατροί και νοσηλευτές καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες στα νοσοκομεία της χώρας!!! Οι επιστήμονες συστήνουν τρόπους πρόληψης και «σπιτο-θεραπεία». Οι αρμόδιοι μας ενημερώνουν για τις εξελίξεις. Εμείς, μένουμε σπίτι και εμποδίζουμε την εξάπλωσή του. Ασπίδα μας οι οδηγίες των επιστημόνων… Σπιτο-θεραπεία λοιπόν! Αισιοδοξώ ότι οι ειδικοί επιστήμονες θα βρουν το αντίδοτο και θα τον αντιμετωπίσουν σύντομα…
Θα κλείσω με τη φράση του διακεκριμένου λοιμωξιολόγου Σωτήρη Τσιόδρα: «Την τελευταία λέξη δεν θα την έχει ο θάνατος.
Ας γίνει αυτός ο αγώνας όλων μας!»
Σημείωση: Όποιος γνωρίζει περισσότερα για το Γιατρό Γ. Μπέσσα και την κλινική του, θα χαρώ να μας ενημερώσει σχετικά για να ολοκληρώσουμε το «πορτρέτο»… Ευχαριστώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου