Ο Δήμος Τσέλιος, που είναι πιο γνωστός με το όνομα Δημοτσέλιος, ήταν ένας από τους μεγάλους αγωνιστές του 1821.
Το πραγματικό οικογενειακό όνομά του ήταν Δήμος Φερεντίνος. Η ζωή του στιγματίστηκε από τραγικά γεγονότα ήδη από την εποχή που ήταν παιδί.
Ο Δημοτσέλιος γεννήθηκε στη στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου της Λευκάδας.
Όμως, δεν πρόλαβε να γνωρίσει του γονείς του. Από την ηλικία των τριών ετών είχε μείνει ορφανός.
Όταν ήταν μόλις ενός έτους ο πατέρας του χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε, ενώ δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του πνίγηκε, καθώς πήγαινε σε μια γιορτή στη Λευκάδα. Σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να γίνει κλέφτης στα βουνά.
Απεικόνιση της μάχης του Πέτα. Σε αυτήν σκοτώθηκε η Ρηνιώ, η αγαπημένη του Δημοτσέλιου. Ο ίδιος τραυματίστηκε... |
Δεν ήθελε να γίνει ναυτικός όπως ο αδερφός του, γιατί η θάλασσα του είχε στερήσει τη μητέρα του. Πήγε στη Στερεά Ελλάδα, στο Καρπενήσι και σύντομα έγινε ένας από τους άνδρες του περίφημου Αντώνη Κατσαντώνη. Το 1805 γνώρισε και τον Καραΐσκάκη. Ενώ ο Δημοτσέλιος βρισκόταν στα Άγραφα με τους άνδρες του Κατσαντώνη γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, τη Ρηνιώ.
Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν.
Όμως, την ομορφιά της Ρηνιώς είχαν ανακαλύψει και οι άνδρες του Αλή Πασά. Έτσι, μια μέρα που πήγαν να την πάρουν ως σκλάβα, ο Δημοτσέλιος τους επιτέθηκε και την έσωσε.
Όμως, αμέσως έφυγε για το βουνό για να γλιτώσει από την οργή του Αλή Πασά. Στη συνέχεια η Ρηνιώ ντύθηκε άνδρας και ανέβηκε στο βουνό για να γλιτώσει τη σκλαβιά και να βρει τον αγαπημένο της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο καπετάνιος των κλεφταρματωλών νομίζοντας ότι είναι αγόρι την έβαλε να πολεμήσει με τον Δημοτσέλιο.
Αν νικούσε το πρωτοπαλίκαρό του στη μάχη, θα έμπαινε στην ομάδα του. Τα γένια του Δημοτσέλιου είχαν μακρύνει και η Ρηνιώ δεν τον αναγνώρισε. Η Ρηνιώ άρχισε να του επιτίθεται. Έπρεπε να μπει στην ομάδα. Κατά τη συμπλοκή παραλίγο να τον χτυπήσει στην καρδιά.
Όμως, ο Δημοτσέλιος την αναγνώρισε και της μίλησε. Εκείνη τράβηξε το σπαθί της και τον ρώτησε αν ήταν ο «Δήμος της». Έτσι, οι δυο νέοι ξανασυναντήθηκαν. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις οι δύο νέοι παντρεύτηκαν στο βουνό Μπούμιστος, στα λημέρια του Κατσαντώνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Ο Δημοτσέλιος συμμετείχε στην επανάσταση του ΄21 από την πρώτη μέρα που ξέσπασε. Είχε δίπλα του και την Ρηνιώ. Πολέμησε και εκείνη στην μάχη του Πέτα, ενός χωριού μερικά χιλιόμετρα μακριά από την Άρτα.
Η μάχη έληξε με την συντριπτική ήττα των Ελλήνων. Ο λαβωμένος Δημοτσέλιος όμως δεν έχασε μόνο τη μάχη, αλλά και τη Ρηνιώ. Είχε χτυπηθεί θανάσιμα.
Στη συνέχεια συμμετείχε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, στη Μάχη της Αράχωβας, στο πλευρό του Καραϊσκάκη. Συνέβαλε, επίσης, στην άμυνα του Μεσολογγίου.
Στις αρχές του 1827, με εντολή του Καραϊσκάκη, πήγε στην (τότε) νησίδα Λεσίνι, που το μοναστήρι του ήταν καταφύγιο για όσους κυνηγούσαν οι Τούρκοι, το οποίο και υπερασπίστηκε επιτυχώς. Στη συνέχεια, κατέλαβε τον Μύτικα και το 1828 συνέβαλε στην οριστική επικράτηση των Ελλήνων στη Στερεά.
Ο Δημοτσέλιος αργότερα ξαναπαντρεύτηκε.
Όμως, η γυναίκα του παραφρόνησε, όπως έλεγε ο ίδιος, και τον εγκατέλειψε.
To 1836 ηγήθηκε επαναστατικού κινήματος στο όνομα των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και ζήτησε από το βασιλιά Όθωνα να δώσει Σύνταγμα, κάτι που το πλήρωσε ακριβά. Εξαναγκάστηκε σε αυτοεξορία στη Λευκάδα για 6 χρόνια, μακριά από την οικογένειά του, η οποία υπέφερε, ενώ λεηλατήθηκε το σπίτι του στο Αγρίνιο και διαγράφηκε ως αξιωματικός από τις τάξεις της Βασιλικής Φάλαγγας. Πέθανε το 1854 στην Αθήνα.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι στον Κήπο των Ηρώων, πίσω από το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη.
O Δήμος και το καριοφίλι του Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Δήμος Τσέλιος συμπεριλαμβάνεται στα πρόσωπα που πιθανολογείται ότι αναφέρονταν το κλέφτικο τραγούδι «Του Δήμου το κιβούρι» και το ποίημα του Αρ. Βαλαωρίτη «Ο Δήμος και το καριοφίλι του» (1857).
Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του.
O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).
"Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος*
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο*,
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου.
Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει*:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν* τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος
και την ακούσει ο Πίνδος και λιώσουνε τα χιόνια τους
και ξεραθούν οι λόγκοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι βροντά,
μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο·
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται*, πάνε."
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Κυριάκου Σκιαθά «Τα ερωτικά του 21, Τόμος 2ος», ...
Εκδόσεις Διαπολιτισμός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου